- νεόχριστος
- νεόχριστος, -ον (ΑΜ)μσν.(για πρόσ.) αυτός που μόλις χρίσθηκε, δηλ. αυτός που μόλις αλείφθηκε με θείο μύροαρχ.(για τοίχο) αυτός που μόλις σοβαντίστηκε.[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + χριστός (< χρίω), πρβλ. ψευδό-χριστος].
Dictionary of Greek. 2013.