νεόχριστος

νεόχριστος
νεόχριστος, -ον (ΑΜ)
μσν.
(για πρόσ.) αυτός που μόλις χρίσθηκε, δηλ. αυτός που μόλις αλείφθηκε με θείο μύρο
αρχ.
(για τοίχο) αυτός που μόλις σοβαντίστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)-* + χριστός (< χρίω), πρβλ. ψευδό-χριστος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • νεόχριστος — newly plastered masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόχριστον — νεόχριστος newly plastered masc/fem acc sg νεόχριστος newly plastered neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοχρίστων — νεόχριστος newly plastered masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεοχρίστῳ — νεόχριστος newly plastered masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεόχριστοι — νεόχριστος newly plastered masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”